Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ πωλοδαμνική

См. также в других словарях:

  • πωλοδαμνική — ἡ, Α βλ. πωλοδαμνικός …   Dictionary of Greek

  • πωλοδαμνική — πωλοδαμνικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοδαμαστική — ἡ, ΜΑ [πωλοδαμαστής] η πωλοδαμνική* …   Dictionary of Greek

  • πωλοδαμνία — ἡ, Α [πωλοδάμνης] η πωλοδαμνική* …   Dictionary of Greek

  • πωλοδαμνικός — ή, όν, ΜΑ [πωλοδάμνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πωλευτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πωλοδαμνική η τέχνη τού πωλευτή, δηλαδή η τέχνη τού να δαμάζει και να εκγυμνάζει κανείς νεαρά άλογα για ιππασία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»