-
1 πωλο-δαμνικός
πωλο-δαμνικός, ή, όν, den Rossebändiger betreffend, ἡ πωλοδαμνική, sc. τέχνη, die Kunst des Bereitens, Ael. H. A. 6, 8.
-
2 πωλοδαμνικός
πωλο-δαμνικός, ή, όν, den Rossebändiger betreffend; ἡ πωλοδαμνική, sc. τέχνη, die Kunst des Bereitens
См. также в других словарях:
πωλοδαμνική — ἡ, Α βλ. πωλοδαμνικός … Dictionary of Greek
πωλοδαμνική — πωλοδαμνικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλοδαμαστική — ἡ, ΜΑ [πωλοδαμαστής] η πωλοδαμνική* … Dictionary of Greek
πωλοδαμνία — ἡ, Α [πωλοδάμνης] η πωλοδαμνική* … Dictionary of Greek
πωλοδαμνικός — ή, όν, ΜΑ [πωλοδάμνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πωλευτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πωλοδαμνική η τέχνη τού πωλευτή, δηλαδή η τέχνη τού να δαμάζει και να εκγυμνάζει κανείς νεαρά άλογα για ιππασία … Dictionary of Greek